- πολίσματος
- πόλισμαbuildings of a cityneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κερνίτσας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αρκαδίας κοντά στη Βυτίνα, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως. Η ονομασία του μοναστηριού οφείλεται στην ύπαρξη ενός ομώνυμου μεσαιωνικού πολίσματος (μικρή πόλη) στην περιοχή. Η ίδρυσή του… … Dictionary of Greek